Ανεβάζει ταχύτητες ο φοροελεγκτικός μηχανισμός βάζοντας στο «μάτι» χιλιάδες εκκρεμείς υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος, ΦΠΑ και φορολογίας ακινήτων που παραγράφονται στο τέλος του 2021. Οι εφοριακοί «ξεσκονίζουν» εκκρεμείς υποθέσεις και ράβουν κοστούμι φόρων και προστίμων στους φορολογούμενους που θα εντοπιστούν να μην έχουν δηλώσει εισοδήματα που έχουν εισπράξει στέλνοντας τα σχετικά «ραβασάκια» μέχρι το Δεκέμβριο. Πρόκειται κυρίως για υποθέσεις του έτους 2015 οι οποίες σε λιγότερο από 3 μήνες θα περάσουν στην Ιστορία και θα «σβήσουν» οριστικά από τα αρχεία της Εφορίας. Ο ελεγκτικός μηχανισμός της ΑΑΔΕ βρίσκεται αντιμέτωπος με το χρόνο και «τρέχει» να προλάβει να κοινοποιήσει τις πράξεις επιβολής προστίμων και φόρων στους φορολογούμενους πριν την εκπνοή του 2021. Σε διαφορετική περίπτωση οι υποθέσεις θα «πεθάνουν» φορολογικά και τα κρατικά ταμεία θα χάσουν σημαντικά έσοδα. Η κινητοποίηση του ελεγκτικού μηχανισμού έρχεται μετά τις «φωτιές» που άναψε η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας σύμφωνα με την οποία το δημόσιο χάνει το δικαίωμα επιβολής φόρων και προστίμων σε περίπτωση που εντός του προβλεπόμενου από τη νομοθεσία χρονικού διαστήματος για την παραγραφή δεν κοινοποιήσει στο φορολογούμενο τη καταλογιστική πράξη. Θα πρέπει δηλαδή, η πράξη προσδιορισμού του φόρου, όχι μόνο να εκδοθεί εντός της προθεσμίας παραγραφής (σ.σ. μέχρι το τέλος του έτους) αλλά και να κοινοποιηθεί στο φορολογούμενου μέχρι τη λήξη της προθεσμίας και όχι έπειτα από αυτή. Σύμφωνα με πληροφορίες, η ΑΑΔΕ έχει δώσει εντολή στις ΔΟΥ και τα Ελεγκτικά Κέντρα να «τρέξουν» τον έλεγχο των εκκρεμών υποθέσεων προχωρώντας στην έκδοση και την κοινοποίηση των πράξεων οριστικού διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου προκειμένου να αποφευχθεί η παραγραφή τους που θα προκαλέσει σημαντικές απώλειες εσόδων στα κρατικά ταμεία. Υποθέσεις που ελέγχονται Στο στόχαστρο των φοροελεγκτικών υπηρεσιών βρίσκονται: 1. Υποθέσεις φορολογουμένων που δεν δήλωσαν ή δήλωσαν ανακριβώς αναδρομικά ποσά αποδοχών τα οποία εισέπραξαν μέσα στο 2015 αλλά αφορούν παλαιότερα έτη. Στους φορολογούμενους που θα εντοπιστούν να μην έχουν δηλώσει στη φορολογική τους δήλωση τα αναδρομικά που έχουν εισπράξει, η ΑΑΔΕ θα στείλει «ραβασάκια» με το ποσό το φόρου που έχει προσδιοριστεί από τον φορο-ελεγκτικό μηχανισμό. 2. Υποθέσεις επιχειρήσεων που δήλωσαν ανακριβή στοιχεία για τα ακαθάριστα έσοδα ή τις δαπάνες κατά τη διαχειριστική περίοδο του 2015. 3. Υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος για τη χρήση του 2012, για τις οποίες υποβλήθηκαν αρχικές εκπρόθεσμες δηλώσεις εντός του 2018. Για τις υποθέσεις αυτές η αρχική 5ετής προθεσμία παραγραφής, η οποία έληγε κανονικά στις 31 Δεκεμβρίου 2018 (5 χρόνια από τη λήξη του έτους 2013 στο οποίο έπρεπε να είχε υποβληθεί η αρχική εμπρόθεσμη δήλωση), παρατάθηκε για 3 ακόμη χρόνια, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2021, επειδή οι αρχικές δηλώσεις υποβλήθηκαν στο τελευταίο έτος της κανονικής 5ετούς περιόδου παραγραφής. 4. Υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος και ΦΠΑ για τη χρήση του έτους 2010 για τις οποίες μετά τη λήξη της κανονικής 5ετούς περιόδου παραγραφής, δηλαδή μετά την 31η Δεκεμβρίου 2016, περιήλθαν σε γνώση των αρμοδίων φορολογικών αρχών «συμπληρωματικά στοιχεία» για απόκρυψη φορολογητέας ύλης. 5. Υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος που αφορούν τη χρήση του έτους 2005, για τις οποίες δεν είχε υποβληθεί ποτέ η οικεία δήλωση. Για τις υποθέσεις αυτές προβλέπεται 15ετής περίοδος παραγραφής, η οποία άρχισε να «τρέχει» αμέσως μετά το τέλος του έτους εντός του οποίου έπρεπε να υποβληθούν οι αρχικές εμπρόθεσμες δηλώσεις, δηλαδή από την 1η-1-2007 και λήγει στις 31-12-2021. Η απόφαση του ΣτΕ Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι η προθεσμία παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να επιβάλλει φόρους και πρόστιμα διακόπτεται με τη νόμιμη κοινοποίηση της καταλογιστικής πράξης στο φορολογούμενο και όχι με μόνη την έκδοση της πράξης αυτής. Η αντίθετη διάταξη του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, η οποία ορίζει ότι η σχετική προθεσμία διακόπτεται μόνο με την έκδοση της πράξης, χωρίς να απαιτείται και η κοινοποίησή της για το σκοπό αυτό, κρίθηκε ανίσχυρη και άρα μη εφαρμοστέα, ως αντισυνταγματική. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι σε αντίθετη περίπτωση θα παραβιάζονταν οι αρχές της φανερής δράσης της διοίκησης και της ασφάλειας δικαίου, καθώς η διακοπή της παραγραφής θα συνδεόταν με χρονικό σημείο άγνωστο στο φορολογούμενο. (Πηγή: ΟΤ)