Απόφαση σχετικά με τους μισθούς αλλά και τις οικειοθελείς παροχές ενός εργοδότη προς τον εργαζόμενο εξέδωσε ο Άρειος Πάγος. Σύμφωνα με αυτήν, ως μισθός στην σύμβαση εργασίας θεωρείται κάθε παροχή, την οποία κατά νομική δέσμευση που απορρέει από το νόμο ή την σύμβαση καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, μέρος δε αυτού (είτε κατά πρόβλεψη της αρχικής σύμβασης, είτε με μεταγενέστερη συμφωνία) είναι δυνατόν να συνιστούν και παροχές σε είδος (εφόσον δίνονται σε αντάλλαγμα της εργασίας και όχι για άλλο λόγο, όπως για τις λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης κ.λ.π.) και δη σε τροφή. Από εκεί και πέρα, ο εργοδότης, κατά την διάρκεια της λειτουργίας της εργασιακής σχέσης, μπορεί να προβαίνει σε οικειοθελείς παροχές προς τον μισθωτό, παροχές δηλ. για τις οποίες δεν έχει καταρχήν νομική δέσμευση (και δη από την σύμβαση), ως ιδιαίτερη αμοιβή για την εργασία (που μπορούν, όπως προαναφέρθηκε, να συνίστανται και σε είδος, όπως η χορήγηση γεύματος στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης του εργοδότη), η συνεχής δε και επανειλημμένη επί μακρόν και μάλιστα κατά τακτά χρονικά διαστήματα παροχή της ιδιαίτερης αυτής αμοιβής καταλήγει σε σιωπηρή συμφωνία για την τακτική καταβολή της, αποτελεί δηλ. μισθό με βάση την (σιωπηρά καταρτιζόμενη) σύμβαση, και κατά συνέπεια δεν μπορεί να διακοπεί η καταβολή της από τον εργοδότη, αφού δεν στηρίζεται πλέον στην μονομερή θέλησή του αλλά στην σύμβαση, εκτός αν αυτός είχε ρητά επιφυλαχθεί ως προς την διακοπή της στο μέλλον, και κατά συνέπεια η μονομερής ανάκλησή της απ’ αυτόν συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής σύμβασης. Περίληψη Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 648, 649, 653 και 361 Α.Κ., της παρ.2 του άρθρου 3 του ν. 2190/1920, παρ.1 άρθρου 5 του ν. 3198/1955 και 1 της 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης “περί προστασίας του ημερομισθίου” που κυρώθηκε με το ν. 3248/1955 συνάγεται ότι ως μισθός στην σύμβαση εργασίας θεωρείται κάθε παροχή, την οποία κατά νομική δέσμευση που απορρέει από το νόμο ή την σύμβαση καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, μέρος δε αυτού (είτε κατά πρόβλεψη της αρχικής σύμβασης, είτε με μεταγενέστερη συμφωνία) είναι δυνατόν να συνιστούν και παροχές σε είδος (εφόσον δίνονται σε αντάλλαγμα της εργασίας και όχι για άλλο λόγο, όπως για τις λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης κ.λ.π.) και δη σε τροφή. Συνάγεται περαιτέρω ότι ο εργοδότης, κατά την διάρκεια της λειτουργίας της εργασιακής σχέσης, μπορεί να προβαίνει σε οικειοθελείς παροχές προς τον μισθωτό, παροχές δηλ. για τις οποίες δεν έχει καταρχήν νομική δέσμευση (και δη από την σύμβαση), ως ιδιαίτερη αμοιβή για την εργασία (που μπορούν, όπως προαναφέρθηκε, να συνίστανται και σε είδος, όπως η χορήγηση γεύματος στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης του εργοδότη), η συνεχής δε και επανειλημμένη επί μακρόν και μάλιστα κατά τακτά χρονικά διαστήματα παροχή της ιδιαίτερης αυτής αμοιβής καταλήγει σε σιωπηρή συμφωνία για την τακτική καταβολή της, αποτελεί δηλ. μισθό με βάση την (σιωπηρά καταρτιζόμενη) σύμβαση, και κατά συνέπεια δεν μπορεί να διακοπεί η καταβολή της από τον εργοδότη, αφού δεν στηρίζεται πλέον στην μονομερή θέλησή του αλλά στην σύμβαση, εκτός αν αυτός είχε ρητά επιφυλαχθεί ως προς την διακοπή της στο μέλλον, και κατά συνέπεια η μονομερής ανάκλησή της απ’ αυτόν συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής σύμβασης. Αριθμός 1216/2022 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1′ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Λουκά Μόρφη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Δημητρία Στρούζα-Ξένου-Κοκολέτση και Τριανταφυλλιά Πατρώνα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 15η Φεβρουαρίου 2022, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ως διαδόχου της εταιρείας με την επωνυμία ” ………………………….” τελούσας υπό εκκαθάριση και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της ……………… πληρεξουσίας Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, η οποία δεν κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσίβλητου: Α. Κ. του Ι., κατοίκου …, που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της πληρεξουσίας δικηγόρου …………….., η οποία κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27-10-2011 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 1818/2013 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεων, αφού συνεκδικάσθηκαν, εκδόθηκε η 1580/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητά το αναιρεσείον με την από 25-8-2020 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Τριανταφυλλιά Πατρώνα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με την από 25.8.2020 [με αριθ. εκθ.καταθ. …./……./26.8.2020] αίτηση αναιρέσεως, προσβάλλεται η αντιμωλία του αναιρεσιβλήτου και της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “……………………………………. [Ε ΑΧ Α ΑΕ] εκδοθείσα κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών υπ’αριθ. 1580/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία απέρριψε τις εφέσεις αμφοτέρων των διαδίκων κατά της υπ’αριθ. 1818/2013 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών. Με την εν λόγω απόφαση καθ’ό μέρος ενδιαφέρει τον αναιρετικό έλεγχο επικυρώθηκε η απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η οποία επιδίκασε στον ενάγοντα – αναιρεσίβλητο το ποσό των 3.284,60 ευρώ, που αποτελούσε την παροχή της αξίας ενός προγεύματος για το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 έως 16.5.2018, κρίνοντας ότι επρόκειτο για μέρος των τακτικών αποδοχών του δυνάμει σιωπηρής συμφωνίας. Η αίτηση αναιρέσεως, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στις 26.8.2020 από το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο [σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 1 του ν. 4831/2021 εκπροσωπείται στην παρούσα δίκη από πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που έχει από τη θέση της και χωρίς άλλο αποδεικτικό στοιχείο την πληρεξουσιότητα από το νόμο του Δημοσίου, για την παράσταση και υπεράσπιση, ενώπιον όλων των Δικαστηρίων και Αρχών – ΑΠ 26/2011], συνεχίζει τις εκκρεμείς δίκες ως καθολικός διάδοχος της καταργηθείσης και υπό εκκαθάριση τεθείσας εναγομένης χωρίς καμία διατύπωση [άρθρου 7 του Ν. 4250/2014], αφού η προσβαλλομένη απόφαση επιδόθηκε σε αυτό στις 28.2.2020, με το άρθρο 74 παρ.1 του Ν. 4690/2020 ανεστάλησαν οι νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες από 13.3.2020 μέχρι 31.5.2020 , ορίσθηκε ότι οι προθεσμίες ενδίκων μέσων δεν συμπληρώνονται αν δεν παρέλθουν τριάντα [30] ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους και στη συνέχεια με το άρθρο 18 του Ν. 4684/2020 οι δικαστικές διακοπές κατά τη διάρκεια των οποίων δεν τρέχει καμία προθεσμία σε βάρος του Δημοσίου [άρθρ. 11 του Δ/τος της 26-6/10.7.1944 “περί Κώδικος των Νόμων και δικών του Δημοσίου”] περιορίσθηκαν από 16.7.2020 έως 31.8.2020 [άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ.1 και 566 ΚΠολΔ]. Πρέπει συνεπώς, κατά τη διάταξη του άρθρου 577 παρ.3 του ιδίου Κώδικος να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του μοναδικού λόγου της. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 648, 649, 653 και 361 Α.Κ., 3 § 2 ν. 2190/1920, 5 § 1 ν. 3198/1955 και 1 της 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης “περί προστασίας του ημερομισθίου” που κυρώθηκε με το ν. 3248/1955 συνάγεται ότι ως μισθός στην σύμβαση εργασίας θεωρείται κάθε παροχή, την οποία κατά νομική δέσμευση που απορρέει από το νόμο ή την σύμβαση καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, μέρος δε αυτού (είτε κατά πρόβλεψη της αρχικής σύμβασης, είτε με μεταγενέστερη συμφωνία) είναι δυνατόν να συνιστούν και παροχές σε είδος (εφόσον δίνονται σε αντάλλαγμα της εργασίας και όχι για άλλο λόγο, όπως για τις λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης κ.λ.π.) και δη σε τροφή. Συνάγεται περαιτέρω ότι ο εργοδότης, κατά την διάρκεια της λειτουργίας της εργασιακής σχέσης, μπορεί να προβαίνει σε οικειοθελείς παροχές προς τον μισθωτό, παροχές δηλ. για τις οποίες δεν έχει καταρχήν νομική δέσμευση (και δη από την σύμβαση), ως ιδιαίτερη αμοιβή για την εργασία (που μπορούν, όπως προαναφέρθηκε, να συνίστανται και σε είδος, όπως η χορήγηση γεύματος στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης του εργοδότη), η συνεχής δε και επανειλημμένη επί μακρόν και μάλιστα κατά τακτά χρονικά διαστήματα παροχή της ιδιαίτερης αυτής αμοιβής καταλήγει σε σιωπηρή συμφωνία για την τακτική καταβολή της, αποτελεί δηλ. μισθό με βάση την (σιωπηρά καταρτιζόμενη) σύμβαση, και κατά συνέπεια δεν μπορεί να διακοπεί η καταβολή της από τον εργοδότη, αφού δεν στηρίζεται πλέον στην μονομερή θέλησή του αλλά στην σύμβαση, εκτός αν αυτός είχε ρητά επιφυλαχθεί ως προς την διακοπή της στο μέλλον, και κατά συνέπεια η μονομερής ανάκλησή της απ’ αυτόν συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής σύμβασης. Εξ άλλου με την διάταξη του άρθ. 560 αριθ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, όμοια με την διάταξη του άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και εάν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής λόγος αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, εάν αυτός εφαρμοσθεί, αν και κατά τις σχετικές παραδοχές της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπάρχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αντίθετα, όταν δεν εφαρμοσθεί, μολονότι κατά τις παραδοχές αυτές, συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ή εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλ. με εσφαλμένη υπαγωγή [ΑΠ 266/2014]. Με τον μοναδικό λόγο της αίτησής του το αναιρεσείον υποστηρίζει η προσβαλλομένη απόφαση υπέπεσε στην πλημμέλεια εκ του αριθ. 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ αφού δεχόμενη σχετικά με την επίδικη παροχή ότι “… αναφορικά με την με αριθμό ……./1429/2015 έφεση, βάλλει την κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου σχετικά με τη νομική βασιμότητα του αιτήματος αυτού, και πάλι το Ειρηνοδικείο Αθηνών, ορθά έκρινε κατά το νόμο σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη σχετική ως άνω μείζονα σκέψη της παρούσης αλλά και αξιολόγησε τις αποδείξεις και επιδίκασε μικρότερο του αιτούμενου χρηματικό ποσό, καθώς, αφενός το ποσό της χορηγούμενης ως άνω παροχής δεν ανερχόταν εξ αρχής στο ποσό των 5 ευρώ ανά ημέρα , όπως αβάσιμα ισχυρίσθηκε ο εκκαλών στην αγωγή του….” εσφαλμένα έκρινε την επίδικη παροχή τμήμα των τακτικών αποδοχών του αναιρεσιβλήτου, επιδικάζοντας το ποσό των 3.284,60 ευρώ. Ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, αφού η αναιρεσιβαλλομένη θεώρησε την ημερήσια παροχή, που αφορούσε το αντίτιμο ενός προγεύματος, μισθό, χωρίς να αιτιολογεί ειδικότερα τα στοιχεία που της προσδίδουν μισθολογικό χαρακτήρα ήτοι αν επρόκειτο για συμβατική παροχή που εχορηγείτο δυνάμει ρητής συμφωνίας ή εχορηγείτο σιωπηρά, και με την συνεχή και τακτική επί μακρόν καταβολή της κατέληξε σε συμβατική παροχή ως αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία και όχι για άλλο λόγο , όπως π.χ. για την εξυπηρέτηση λειτουργικών αναγκών της επιχείρησης. Συνεπώς, παρέβη τις προαναφερόμενες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, που καθορίζουν την έννοια του μισθού και πρέπει να αναιρεθεί, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή (ΚΠολΔ 580 παρ. 3) και να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος ως ηττώμενος στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος αυτού, μειωμένων, ως ορίζεται στο διατακτικό, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων των άρθρων 22 παρ. 1 και 3 Ν. 3693/1957, 52 αρ. 18 ΕισΝΚΠολΔ, 5 παρ. 12 Ν. 1738/1987 και 2 της Κοινής Αποφάσεως Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης 134423/1992 (ΦΕΚ Β’ 11/20-1-1993). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ’αριθ. 1580/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό. Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή. Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Μαΐου 2022. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Ιουνίου 2022. (in.gr)