Ως μια καλή βάση με μια… δόση από δημιουργική ασάφεια κατά τα ευρωπαϊκά ειωθότα φαντάζει η πρόταση της Κομισιόν για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, όσον αφορά τις συνέπειές της για την Ελλάδα. Η συγκεκριμένη πρόταση, η οποία προκύπτει ότι θα περάσει από πολλά κύματα μέχρι να θεσμοθετηθεί, σηματοδοτεί την επιστροφή στη δημοσιονομική πειθαρχία από το 2024, οπότε και προβλέπεται να τεθούν σε εφαρμογή οι νέοι κανόνες, τερματίζοντας την περίοδο χαλάρωσης που έφερε η πανδημία και η ενεργειακή κρίση. Η πρόταση της Επιτροπής θα πρέπει τώρα να συζητηθεί από τις κυβερνήσεις της ΕΕ και να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Βασικό στοιχείο της πρότασης, που είναι ασφαλώς θετικό για την Ελλάδα, είναι η κατάργηση του λεγόμενου κανόνα του 1/20, ήτοι της υποχρέωσης μείωσης του χρέους κάθε κράτους-μέλους κάθε χρόνο κατά το 1/20 του υπερβάλλοντος ποσού του 60% του ΑΕΠ. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε την Ελλάδα να στοχεύει σε εξωπραγματικά πρωτογενή πλεονάσματα. Πρακτικά, μια χώρα με δημόσιο χρέος άνω του 60% θα έπρεπε να προχωρά σε ετήσια μείωσή του κατά 5%, με την Ελλάδα – σε μια τέτοια περίπτωση – να χρειάζεται να πετυχαίνει πρωτογενές πλεόνασμα ακόμη και 7%. Στη βάση της πρότασης της Κομισιόν θα βρίσκεται ένα συνολικό μεσοπρόθεσμο σχέδιο που θα ενσωματώνει όχι μόνο δημοσιονομικούς στόχους, αλλά και μεταρρυθμιστικούς και επενδυτικούς, διάρκειας 4 ετών, με δυνατότητα παράτασης για άλλα 3 χρόνια. Οι αντιδράσεις Η πρόταση, η οποία δεν θέτει αριθμητικό στόχο για το κατά πόσο θα μειωθεί το χρέος και προϋποθέτει ξεχωριστή διαπραγμάτευση με κάθε κράτος-μέλος, προκαλεί δυσανεξία στη Γερμανία, η οποία ήθελε να θέσει ελάχιστο ετήσιο στόχο μείωσης χρέους 1% του ΑΕΠ για καθεμία από τις 27 χώρες της ΕΕ, κάτι που αποτυπώθηκε και στις τοποθετήσεις του φιλελεύθερου Γερμανού υπουργού Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ. Γενικά, οι περισσότερες χώρες της βόρειας Ευρώπης, με επικεφαλής την Γερμανία, ζητούν πιο αυστηρή εφαρμογή του Συμφώνου, εκφράζοντας φόβους ότι η Κομισιόν θα πολιτικοποιήσει την εφαρμογή του και θα προχωρήσει σε συμβιβασμούς. Την ίδια στιγμή, οι υπερχρεωμένες χώρες του Νότου, όπως η Ιταλία, το δημόσιο χρέος της οποίας φθάνει το 141,1% του ΑΕΠ, θεωρούν την υφιστάμενη υποχρέωση για δημόσιο έλλειμμα 3% και δημόσιο χρέος στο 60% του ΑΠΕ υπερβολικά αυστηρή και επιμένουν να απελευθερωθούν οι δημόσιες επενδύσεις. Τα 4ετή εθνικά σχέδια Η Κομισιόν, βάσει της ανάλυσης βιωσιμότητας χρέους τού κάθε κράτους-μέλους, θα εισηγείται μια δημοσιονομική διαδρομή που θα διασφαλίζει την καθοδική πορεία του χρέους. Στη συνέχεια τα κράτη-μέλη θα υποβάλλουν τα σχέδιά τους, εθνικής ιδιοκτησίας, που θα περιλαμβάνουν και μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις, οι οποίες θα διασφαλίζουν τη δημοσιονομική πορεία εξυγίανσης. Τα σχέδια αυτά θα εγκρίνονται από το συμβούλιο υπουργών κατόπιν εισήγησης της Κομισιόν. Αυτή η προσέγγιση είναι ασφαλώς πιο ευέλικτη από τους γενικούς κανόνες κι αυτό ικανοποιεί την Ελλάδα. Μάλιστα, φαίνεται ότι μια νέα κυβέρνηση οποιασδήποτε ευρωπαϊκής χώρας θα είναι σε θέση να διαπραγματεύεται το σχέδιο, μετά από την πραγματοποίηση εθνικών εκλογών. Αντιθέτως, δεν φαίνεται ότι θα αρέσει σε κράτη όπως η Γερμανία, που προτιμούν τους αυστηρούς, ποσοτικούς στόχους. Κρίσιμο ρόλο στα σχέδια αυτά και σημείο αναφοράς για τον έλεγχο της εφαρμογής τους θα αποτελεί η πορεία των καθαρών πρωτογενών δαπανών, που θα συμφωνείται, ώστε να διασφαλίζεται η καθοδική πορεία του χρέους. Στην πράξη η αύξηση των δαπανών αυτών δεν μπορεί να ξεπερνά την αύξηση του μεσοπρόθεσμου ΑΕΠ, κάτι το οποίο δημιουργεί μία δημιουργική ασάφεια σχετικά με το πώς θα εφαρμοστεί. Στα αρνητικά για την Ελλάδα είναι ότι δεν εξαιρούνται οι επενδύσεις, ούτε οι αμυντικές δαπάνες, κάτι που προκαλεί προβληματισμό. Τι θα ισχύει για το έλλειμμα Από εκεί και πέρα, με βάση τις προτάσεις της Ευρωπαϊκή Επιτροπής, το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης, όπως και στους ισχύοντες κανόνες, θα πρέπει να παραμείνει κάτω από το 3% του ΑΕΠ. Εάν είναι πάνω από αυτό το ανώτατο όριο, θα πρέπει να μειώνεται κατά 0,5% του ΑΕΠ κάθε χρόνο μέχρι να βρεθεί κάτω από το όριο. Η μείωση του ελλείμματος, όπως ακριβώς και η μείωση του χρέους, θα πρέπει να επιτευχθεί κατά τη διάρκεια του τετραετούς σχεδίου και τα μέτρα που θα χρησιμοποιηθούν για την επίτευξή της θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι το έλλειμμα παραμένει κάτω από το 3% για 10 χρόνια στη συνέχεια χωρίς πρόσθετα βήματα. Οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να έχουν περισσότερο χρόνο για να μειώσουν τα επίπεδα του χρέους και του ελλείμματός τους, για παράδειγμα 7 χρόνια, εάν εφαρμόσουν μεταρρυθμίσεις που αυξάνουν τη δημοσιονομική βιωσιμότητα, τονώνουν την ανάπτυξη ή επενδύσουν σε τομείς που αποτελούν προτεραιότητες της ΕΕ, όπως η μετάβαση σε μια πράσινη και ψηφιακή οικονομία, τα κοινωνικά δικαιώματα ή στην ασφάλεια και την άμυνα. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο συγκεκριμένος κανόνας δεν αφορά την Ελλάδα, η οποία είναι επιφορτισμένη με το να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα κατά τα επόμενα χρόνια. Πηγή:ΟΤ